μακρολογία

μακρολογία
η (AM μακρολογία) [μακρολόγος]
1. μακρά, διεξοδική ομιλία, μακρηγορία
2. απεραντολογία, πολυλογία.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • μακρολογία — μακρολογίᾱ , μακρολογία length of speech fem nom/voc/acc dual μακρολογίᾱ , μακρολογία length of speech fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μακρολογίᾳ — μακρολογίαι , μακρολογία length of speech fem nom/voc pl μακρολογίᾱͅ , μακρολογία length of speech fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μακρολογία — η 1. η μακρηγορία. 2. η περιττολογία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μακρολογίας — μακρολογίᾱς , μακρολογία length of speech fem acc pl μακρολογίᾱς , μακρολογία length of speech fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μακρολογίαν — μακρολογίᾱν , μακρολογία length of speech fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μακρολογίαις — μακρολογία length of speech fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -λογία — (AM λογία) β συνθετικό αφηρημένων θηλυκών ονομάτων που σχηματίστηκαν από ονόματα σε λόγος ή από ρ. σε λογώ και ανάγονται στο ρ. λέγω είτε με τη σημασία τού «μιλώ», άρα και τού «ασχολούμαι με κάτι» (πρβλ. αερολογία, ευφυολογία, φιλολογία), είτε με …   Dictionary of Greek

  • μακρηγορία — η (AM μακρηγορία, Α δωρ. τ. μακραγορία) [μακρηγορώ] μακρύς, διεξοδικός, εκτεταμένος λόγος, μακρολογία …   Dictionary of Greek

  • μακρηγόρημα — μακρηγόρημα, τὸ (Μ) [μακρηγορώ] μακρηγορία, μακρολογία …   Dictionary of Greek

  • μακρολεξία — μακρολεξία, ἡ (Μ) μακρολογία, πολυλογία. [ΕΤΥΜΟΛ. < *μακρόλεκτος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”